- ἀκρωτηριάσει
- ἀκρωτηριάζωcut offaor subj act 3rd sg (epic)ἀκρωτηριάζωcut offfut ind mid 2nd sgἀκρωτηριάζωcut offfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ερμότιμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Κάριος (5oς αι. π.Χ.). Ευνούχος του Ξέρξη. Αιχμαλωτίστηκε σε νεανική ηλικία, πουλήθηκε στον Πανιώνιο από τη Xίο (δουλέμπορος που χρηματιζόταν από τον ευνουχισμό νεαρών δούλων) και αφού ακρωτηριάστηκε, στάλθηκε στην… … Dictionary of Greek
Μέλβιλ, Χέρμαν — (Herman Melville, Νέα Υόρκη 1819 – 1891). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων αγγλικής καταγωγής, όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον εμπόδισε να τελειώσει τις σπουδές του και τον ανάγκασε να εργαστεί από πολύ… … Dictionary of Greek